- κατακρουνισμός
- ο (Α κατακρουνισμός) [κατακρουνίζω]το να ρίχνει κανείς προς τα κάτω άφθονο νερό σαν να προέρχεται από κρουνόνεοελλ.είδος υδροθεραπείας, χύσιμο άφθονου νερού από μικρό ύψος πάνω σε ασθενή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακρουνισμός — douche masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρουνισμοῖς — κατακρουνισμός douche masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρουνισμοῦ — κατακρουνισμός douche masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρουνισμῶν — κατακρουνισμός douche masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρουνισμῷ — κατακρουνισμός douche masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)